Τα παιδιά στα ιδρύματα περιμένουν…
Ενα πολυαναμενόμενο τηλεφώνημα είχε σκορπίσει χαρά στο σπιτικό του Νίκου και της Ελλης στη διάρκεια της καραντίνας. Το ζευγάρι έπειτα από δεκάδες αποτυχημένες εξωσωματικές είχε ξεκινήσει το 2016 τη διαδικασία για να υιοθετήσει· τον περασμένο Απρίλιο, λοιπόν, τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά την αρχική τους αίτηση, μια φωνή από την άλλη πλευρά του ακουστικού τους ενημέρωνε ότι θα αναλάμβαναν δύο δίδυμα αδελφάκια. «Η χαρά μας έληξε απότομα και άδοξα, αφού εν συνεχεία μας ενημέρωσαν ότι όλα ακυρώνονται γιατί θα εντασσόμασταν στο νέο σύστημα υιοθεσιών», λέει στην «Κ» η Ελλη (τα στοιχεία όσων μιλούν στο ρεπορτάζ είναι στη διάθεση της εφημερίδας). Η πικρία του ζευγαριού απαλύνεται κάπως, καθώς δεν είναι οι μοναδικοί «αδικημένοι».
«Οι μισοί που έκαναν αίτηση το 2016 έχουν ήδη τα παιδιά στην αγκαλιά τους, οι υπόλοιποι “πέσαμε” στην αλλαγή του συστήματος» συμπληρώνει από την πλευρά της η Π.Σ., «δεν θα έπρεπε να υπάρξει μια περίοδος πιλοτικής εφαρμογής παράλληλα με το παλαιό;». Οι εν λόγω περιπτώσεις δεν ξεπερνούν τις είκοσι και έχουν συμπεριληφθεί μαζί με όλους τους υπόλοιπους υποψηφίους, που αφού έχουν περάσει την κοινωνική έρευνα κ.ά. έχουν εγγραφεί στο εθνικό μητρώο. «Δεν συνυπολογίζει το σύστημα την παλαιότητα της αίτησής μας, εξ ου και από τον Ιούλιο έως τώρα δεν μας έχει προταθεί κανένα ταίριασμα», τονίζει η Π.Σ. Σχετικά με τις αιτήσεις του 2016 η αρμόδια υφυπουργός Δόμνα Μιχαηλίδου σχολίασε ότι «είναι αδικία, που θα διορθωθεί».
Το νομοσχέδιο για την ηλεκτρονική πλατφόρμα συντάχθηκε και κατατέθηκε από την τότε αναπληρώτρια υπουργό Εργασίας, Θεανώ Φωτίου, λίγο πριν από τις εκλογές του 2019 («Κ» 18/3/2019) και υλοποιείται σήμερα από την υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αρμόδια για θέματα πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου. Ζητούμενο εξαρχής ήταν να διασφαλιστεί η διαφάνεια στις διαδικασίες και να επιταχυνθεί ο απαιτούμενος χρόνος με γνώμονα πάντοτε το καλό των παιδιών. Η μεταρρύθμιση αποσκοπεί στην προστασία παιδιών και υποψηφίων γονέων, όμως αποδεικνύεται ότι στην εφαρμογή της προκύπτουν εμπόδια που ούτε ο νομοθέτης ούτε ο αλγόριθμος μπορούσε να προβλέψει – αρχής γενομένης από το πόσα παιδιά διατίθενται προς υιοθεσία.
«Αυτή τη στιγή σε όλα τα ιδρύματα της χώρας βρίσκονται 1.680 παιδιά», λέει στην «Κ» η κ. Μιχαηλίδου, «πάνω όμως από 800 κατηγοριοποιούνται βάσει των στοιχείων που δίνουν οι αρμόδιοι της κάθε δομής ως μη κατάλληλα για υιοθεσία». Οι κοινωνικοί λειτουργοί συμπληρώνουν την ΑΣΟΑ (Ατομικό Σχέδιο Οικογενειακής Αποκατάστασης) όπου υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες, οι δύο από αυτές («δεν αποκαθίσταται» και «επανένωση με τη βιολογική οικογένεια») εξαιρούν τα παιδιά από την πιθανότητα να αρχίσουν μια νέα ζωή εκτός ιδρύματος. «Επικοινωνούμε συστηματικά με κάθε δομή για να διαπιστώσουμε τους λόγους, αρχικά υποθέταμε ότι αφορούσαν παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας ή συμπεριφοράς», προσθέτει η υφυπουργός, «όμως, μετά λύπης μου διαπιστώνω ότι δεν αφορούν τέτοιες περιπτώσεις».
«Η μεταρρύθμιση ενοχλεί»
Πολλοί απ’ όσους εργάζονται στον χώρο θεωρούν ότι η μεταρρύθμιση «ενοχλεί», καθώς ανατρέπει έναν καθιερωμένο τρόπο δουλειάς. «Υπάρχει υποστελέχωση, π.χ. ολόκληρες περιφερειακές ενότητες δεν έχουν καθόλου κοινωνικό λειτουργό, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες ή δεν γνωρίζουν το αντικείμενο, ενώ πολλά ιδρύματα θέλουν να διατηρήσουν τον μεγάλο αριθμό των τροφίμων τους – για ευνόητους λόγους», σημειώνει στην «Κ» κοινωνικός λειτουργός που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Εως ότου ένα παιδί είναι διαθέσιμο προς υιοθεσία, περνάει καιρός, αφού πρέπει να εξαντληθούν όλες οι πιθανότητες να αναλάβει τη γονική του μέριμνα κάποιος από το στενό συγγενικό περιβάλλον», συμπληρώνει η ίδια πηγή. «Παλαιότερα, οι κοινωνικοί λειτουργοί από τα μεγάλα ιδρύματα, π.χ. από το Μητέρα, είχαν την εμπειρία, να προχωρήσουν τις διαδικασίες πριν να απελευθερωθεί νομικά το παιδί, καθώς η εξέλιξη είναι προδιαγεγραμμένη». Ομως ο αλγόριθμος δεν μπορεί να αναπτύξει αυτή την κριτική ικανότητα.
«Ο αλγόριθμος είναι πράγματι απρόσωπος, ακριβώς όμως για αυτό δεν μεροληπτεί, υλοποιεί τα ταιριάσματα αυστηρά βάσει των δεδομένων», εξηγούν από το υπουργείο. «Κάθε βράδυ “τρέχει” αυτόματα και το πρωί έχει βγάλει ταιριάσματα, τα οποία γνωστοποιούνται με email μόνο στους κοινωνικούς λειτουργούς του παιδιού και των γονέων». Τα επόμενα, πιο ευαίσθητα στάδια της διαδικασίας αναλαμβάνουν εκπαιδευμένοι επαγγελματίες.
Πάντως, η διάχυτη αίσθηση ότι τη δεδομένη στιγμή οι ενδιαφερόμενοι γονείς υπερτερούν –έστω και λίγο– των παιδιών επιβεβαιώνεται. Μεταξύ των παιδιών που είναι υποψήφια προς υιοθεσία ή αναδοχή υπάρχουν ορισμένα με σοβαρές αναπηρίες και πολλά μεγαλύτερης ηλικίας, τα οποία κατά κανόνα δεν εμπίπτουν στις προτεραιότητες των ενδιαφερομένων. Από το υπουργείο θεωρούν ότι «όσο λιγότερα κριτήρια θέτουν οι γονείς, π.χ. αν δεν έχουν ορίσει φύλο, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητές τους» και ισχυρίζονται ότι το χρονικό διάστημα του ενός έτους από την αίτηση έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας δεν είναι ιδεατό, αλλά ρεαλιστικό.
Ορισμένοι, πάντως, απογοητευμένοι από την αναμονή, κάνουν ταυτόχρονα αίτηση και για υιοθεσία και για αναδοχή, κάτι που δεν απαγορεύεται μεν, αλλά μάλλον προκαλεί σύγχυση, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικές συνθήκες: στην υιοθεσία το παιδί διακόπτει τις σχέσεις με τη βιολογική οικογένεια και αλλάζει επίθετο, στην αναδοχή από την άλλη επιβάλλεται η διατήρηση σχέσεων με το περιβάλλον του, πρόκειται δηλαδή για μια προσωρινή φιλοξενία. Η κ. Μιχαηλίδου φιλοδοξεί να προωθήσει τον θεσμό της αναδοχής τυπικής και επαγγελματικής, που αφορά παιδιά με αναπηρίες. Εξ ου και εσχάτως υπέγραψε πρωτόκολλο συνεργασίας με τη Unicef, προκειμένου να εξασφαλιστεί η παροχή βοηθήματος στους αναδόχους.
«Στα μαιευτήρια της Αττικής τα εγκαταλελειμμένα μωρά δεν είναι πάνω από είκοσι», σχολιάζει η κ. Μιχαηλίδου, ένα θέμα που απασχολεί συχνά την κοινή γνώμη, «έως σήμερα δεν υπήρχε κανένα πρωτόκολλο διαχείρισης, τώρα αναθέτουμε στο ΕΚΚΑ να διερευνά εντός 24ώρων αν υπάρχει πιθανότητα επείγουσας αναδοχής ή κάποια κενή θέση σε δημόσιο ίδρυμα».
«Είμαστε η λύση»
«Στο κινητό μου έχω δύο αριθμούς δικηγόρων που μπορούν να μου φέρουν έναντι 30.000 ή 50.000 ένα μωρό, όμως δεν τους καλώ, παρότι έχω τα χρήματα, γιατί το θεωρώ ανήθικο», λέει στην «Κ» υποψήφια μητέρα από το 2018, ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Δεσμοί Καρδιάς – Υποψήφιοι Θετοί-Ανάδοχοι Γονείς» που αριθμεί πάνω από 700 μέλη. «Νιώθω ότι οι αρμόδιοι μας αντιμετωπίζουν σαν να είμαστε το πρόβλημα, όμως εμείς είμαστε η λύση, ώστε να αδειάσουν τα ιδρύματα από τα παιδιά». Η ίδια εντοπίζει τις δυσλειτουργίες της πλατφόρμας: απουσία ενημέρωσης σε πραγματικό χρόνο για πορεία αίτησης, ανεπαρκής ενημέρωση για ιατρικό ιστορικό παιδιού, καμία συμπερίληψη γεωγραφικών συντεταγμένων – μπορεί να ταιριάξει ένα παιδί από την Πάτρα με ανάδοχη οικογένεια στη Ρόδο, κάτι που δεν είναι σύννομο στην αναδοχή, αφού πρέπει το παιδί να διατηρεί επαφή με το περιβάλλον του. «Εγώ εδώ που ζω δεν μπορώ να αναλάβω ένα παιδί με νεφρολογικό πρόβλημα απουσία κέντρου αιμοκάθαρσης· δεν με νοιάζει ούτε το χρώμα ούτε το φύλο του παιδιού, θέλω απλώς να είμαι σίγουρη ότι μπορώ να του προσφέρω όσα χρειάζεται», καταλήγει. «Οι υποψήφιοι γονείς έχουν βιώσει την ψυχική δοκιμασία και τη σκληρότητα του στίγματος που επιφέρει η υπογονιμότητα, ενώ επιπλέον έχουν υποστεί την κοινωνική πίεση για παιδί», σχολιάζει η Δήμητρα Γιάννου, κοινωνική λειτουργός που ίδρυσε την ομάδα. «Αξιοποιώ μαζί τους εργαλεία ενδυνάμωσης που έχω παλαιότερα χρησιμοποιήσει σε μειονότητες (π.χ. πρόσφυγες)».