Το 36,5% των Ελληνόπουλων έχει υπερβάλλον σωματικό βάρος
Η εσφαλμένη αντίληψη πολλών γονιών για το ιδανικό σωματικό βάρος που πρέπει να έχουν τα παιδιά, οι μεγάλες μερίδες της… γιαγιάς, αλλά και η απουσία χώρων που προάγουν τη σωματική δραστηριότητα, οδηγούν πολλά Ελληνόπουλα σε μια ζωή με καθημερινή «μάχη» με τη ζυγαριά. Ερευνα που έγινε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Feel4Diabetes για την προώθηση υγιεινού τρόπου ζωής και την πρόληψη του διαβήτη, στην οποία συμμετείχαν παιδιά και οι οικογένειές τους από έξι χώρες ανέδειξε τα Ελληνόπουλα ως τα πλέον υπέρβαρα και παχύσαρκα, με το σχετικό ποσοστό να φτάνει το 36,5%. Οι υπέρβαροι γονείς έχουν συχνά και υπέρβαρα παιδιά, ωστόσο ακόμα και γονείς με φυσιολογικό βάρος «μπουκώνουν» τα παιδιά τους νομίζοντας εσφαλμένα ότι τα τρέφουν σωστά.
Το πρόγραμμα Feel4Diabetes με συντονιστή τον καθηγητή του τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο κ. Ιωάννη Μανιό, ξεκίνησε το 2015 και ολοκληρώθηκε πριν από δύο μήνες. Συμμετείχαν 12.194 παιδιά των τριών πρώτων τάξεων του δημοτικού από 219 σχολεία σε Ελλάδα, Ισπανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Βέλγιο και Φινλανδία. Από την Ελλάδα, συμμετείχαν 2.286 μαθητές από 56 σχολεία και –όπως έγινε και στην Ισπανία, στο Βέλγιο και στη Φινλανδία– επιλέχθηκαν κυρίως περιοχές με πληθυσμό με χαμηλό οικονομικό επίπεδο.
Το 36,5% των Ελληνόπουλων βρέθηκε να έχει υπερβάλλον σωματικό βάρος (11,3% ήταν παχύσαρκα και το 25,2% υπέρβαρα), ποσοστό το οποίο ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν. Στην Ουγγαρία το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών ήταν 26,4%, στην Ισπανία 25,9%, στη Βουλγαρία 25%, στη Φινλανδία 21,7%, και στο Βέλγιο 14,2%. Στην Ελλάδα, στο 31,5% των οικογενειών στις οποίες ένας γονέας ήταν υπέρβαρος ή παχύσαρκος, υπήρχαν παιδιά με υπερβάλλον σωματικό βάρος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό εκτινάσσεται στο 49,3% όταν και οι δύο γονείς ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Ακόμα και μεταξύ των οικογενειών με γονείς φυσιολογικού βάρους, ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών ήταν υπέρβαρο ή παχύσαρκο (17,6% και 3,3% αντιστοίχως), γεγονός που καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα η οικογένεια «υπερταΐζει» τα παιδιά.
Οπως ανέφερε στην «Κ» ο κ. Μανιός, ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους στη χώρα μας καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας, αφορά την αντίληψη της οικογένειας για το επιθυμητό βάρος των παιδιών. Σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα σε παιδιά προσχολικής ηλικίας (ευρωπαϊκό πρόγραμμα ToyBox-study) περίπου το 70% των Ελλήνων με υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά θεωρεί ότι τα τέκνα τους έχουν φυσιολογικό βάρος, ποσοστό που μειώνεται στο 40% όταν τα παιδιά είναι ηλικίας 10-12 ετών. «Και πάλι ένα μεγάλο ποσοστό των γονιών κάνει λάθος, που σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα και δεν λαμβάνει μέτρα έναντι αυτού. Το ίδιο συμβαίνει και με τις γιαγιάδες που στην προσπάθειά τους να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για τα εγγόνια τους συχνά τα “μπουκώνουν” αυξάνοντας περαιτέρω τον κίνδυνο για παιδική παχυσαρκία», σημειώνει ο κ. Μανιός. Η έρευνα εστίασε και στους γονείς, αναδεικνύοντας τη μεγάλη σημασία του εντοπισμού των οικογενειών «υψηλού ρίσκου» για παθήσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία και της καθοδήγησής τους σε πιο υγιεινές επιλογές. Περίπου 20.000 γονείς από τις έξι χώρες κλήθηκαν να συμπληρώσουν ερωτηματολόγιο (FINDRISK) για τον δείκτη μάζας σώματος, την περιφέρεια μέσης, τη σωματική άσκηση, τη διατροφή και το ιστορικό τους σε σχέση με την υπέρταση και τον διαβήτη. Από την ανάλυση του ερωτηματολογίου προέκυψε ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις είχε αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη παθήσεων που σχετίζονται με την παχυσαρκία και κυρίως διαβήτη τύπου 2. Από τις εξετάσεις που ακολούθησαν φάνηκε ότι το 3% αυτών είχε ήδη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 –οι μισοί δεν το γνώριζαν– και το 23,2% προδιαβήτη. Υπέρταση εμφάνιζε το 18,6% των γονιών, ενώ ένα βήμα πριν από την υπέρταση ήταν το 14% (τιμές αρτηριακής πίεσης στο ανώτατο φυσιολογικό όριο). Στις οικογένειες που βρέθηκαν στην «κόκκινη ζώνη» δόθηκαν συμβουλές για το πώς να βελτιώσουν τους δείκτες υγείας των ίδιων και των παιδιών τους. Ενα χρόνο μετά την παρέμβαση, τουλάχιστον ένας στους τρεις γονείς με προδιαβήτη, είχε φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, ενώ δύο στα δέκα υπέρβαρα παιδιά έχασαν το υπερβάλλον σωματικό βάρος.
«Το πρόγραμμα Feel4Diabetes καταδεικνύει ότι η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και η πρόληψη των παθήσεων που συνδέονται με αυτή, δεν θέλει χρήματα, δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο και οργάνωση», σημειώνει ο κ. Μανιός. Ο ίδιος προτείνει στο υπουργείο Υγείας και στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας να αξιοποιήσει το «Ατομικό Βιβλιάριο Υγείας Μαθητή» (ΑΔΥΜ) ως ένα εργαλείο για τον διακριτικό εντοπισμό των παιδιών και των γονέων που είναι σε υψηλό κίνδυνο για την εμφάνιση παθήσεων που συνδέονται με τον «δυτικό τρόπο ζωής».
Υποστήριξη και καθοδήγηση
Οπως επισημαίνει, «το ΑΔΥΜ θα μπορούσε να είναι ηλεκτρονικό, διασφαλίζοντας το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων, και να συμπληρώνονται σε αυτό και στοιχεία των γονέων, όπως βάρος, ύψος κ.ά., ώστε οι αρμόδιοι φορείς με μία απλή επεξεργασία να γνωρίζουν αυτόματα ποιοι διατρέχουν τον υψηλό κίνδυνο για παθήσεις όπως διαβήτης και υπέρταση και να τους παραπέμπουν για περαιτέρω εξετάσεις αλλά και υποστήριξη και καθοδήγηση για μικρές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους με άμεσα οφέλη υγείας για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Αυτόν τον ρόλο θα μπορούσαν να επιτελέσουν οι τοπικές μονάδες υγείας, τα δημοτικά ιατρεία ή τα κέντρα υγείας. Ετσι, θα μπορούσαμε να πετύχουμε έγκαιρη και αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπιση των χρόνιων νοσημάτων σε επίπεδο γειτονιάς, κάνοντας την υπηρεσία αυτή φιλική και προσιτή προς αυτούς που την έχουν πρωτίστως ανάγκη. Επίσης, θα μπορούσε να επιτευχθεί αποσυμφόρηση των δημόσιων νοσοκομείων και μείωση των δαπανών στην Υγεία που τώρα είναι εστιασμένη κυρίως στη θεραπεία των νοσημάτων και όχι στην πρόληψη».
kathimerini.gr